Κόκκινη κλώστη δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη,
Δώστης κλώτσο να γυρίσει παραμύθι για να αρχίσει.

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Γιάννης Κρασανάκης
Το ταξίδι του Μπουράκ
Ήταν  τέλη Δεκεμβρίου , οι γιορτές για τον ερχομό του νέου έτους  ήταν έντονες. Η οικογένεια του μικρού Μπουράκ , στη Συρία , βρισκόταν σε γιορτινή διάθεση ,  προσπαθώντας να ξεχάσουν τον πόλεμο.
Ξαφνικά αεροπλάνα ακούγονται στον ουρανό και οι βόμβες καταστρέφουν ότι είχε απομείνει. Ο πατέρας τους αποφασίζει να πάρει την  οικογένεια του και να προσπαθήσουν μέσω Αιγαίου να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα.
  Ο Μπουράκ ήταν πολύ στεναχωρημένος που θα έχανε τους φίλους του και την πατρίδα του , αλλά αν ήθελε να επιβιώσει έπρεπε να ακολουθήσει τον πατέρα του.
Αποφάσισαν να φύγουν το άλλο  βράδυ , να ετοιμάσουν τα πράγματά τους και να ταξιδεύσουν χειμωνιάτικα μαζί με άλλες οικογένειες για μια καινούργια πατρίδα.
Κατά τα μεσάνυχτα , στο απόλυτο σκοτάδι , αλλάζουν πλοίο και μεταφέρονται από ένα μεγάλο καράβι σε μια άθλια μικρή φουσκωτή βάρκα. Προορισμός τους η  Μυτιλήνη. Ο Μπουράκ  ήταν χαρούμενος που έφτασε ασφαλής , γιατί ήξερε ότι θα μπορούσε να έχει πνιγεί στη διαδρομή.
Φτάνοντας το επόμενο πρωί  , βγήκε από το πλοίο για να δει το νησί και να πάρει λίγο καθαρό αέρα . Όμως δεν έβρισκε τους δικούς του! Πήγε ρώτησε έναν κύριο που είχε μια λίστα με τους επιβάτες αλλά του είπε ότι δεν τους πήρε στο φουσκωτό…

Ο Μπουράκ έβαλε αμέσως τα κλάματα. Οι δικοί τους είχαν χαθεί στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Μετά από πολύ ώρα σταμάτησε και είπε στον εαυτό του ότι πρέπει να μείνει δυνατός και να προσπαθήσει να επιβιώσει , για να κρατήσει ζωντανή και τη μνήμη των γονιών του.  Δεν είχε όμως ούτε στεγνά ρούχα , ούτε λεφτά .Τίποτα δεν του είχε απομείνει , αφού τα πράγματά του τα είχαν οι γονείς του. Κατευθύνθηκε στην πλατεία της Μυτιλήνης και ζητούσε χρήματα από τους περαστικούς .Και αυτοί , όμως , ποιον να πρωτοβοηθήσουν . Ήταν τόσο πολλοί…
Το βράδυ , μετά από μια κουραστική και δύσκολη ημέρα , πεινούσε  και νύσταζε. Είχε μαζέψει μόλις ένα ευρώ. Πήγε σ’ ένα φούρνο , τρέμοντας από το κρύο. Ο φούρναρης τον λυπήθηκε. Είχε και αυτός τρία παιδιά , είχε ζήσει και ο ίδιος ορφανός επειδή οι γονείς του πέθαναν στα στρατόπεδα της Γερμανίας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κατάλαβε αμέσως τη δεινή θέση του μικρού παιδιού. Αποφάσισε λοιπόν να τον βοηθήσει . Έτσι , τον πήρε στο σπίτι του και τον φρόντισε. Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στα θλιμμένα χείλια του παιδιού.
Τη ν επόμενη μέρα  έφτασαν τα Χριστούγεννα , για τους κατοίκους του μικρού νησιού. Όλη η οικογένεια του κυρ-Μανώλη  είχαν μαζευτεί σε ένα μεγάλο τραπέζι και ετοιμαζόταν για το γιορτινό γεύμα. Καλεσμένος τους και ο μικρός Μπουράκ. …
Το απόγευμα ο γιος του φούρναρη έγραφε γράμμα στον Αι  Βασίλη. Έδωσε μια κάρτα και στον Μπουράκ. Το μικρό προσφυγόπουλο κάτι είχε ακούσει  για τον ηλικιωμένο αυτό κύριο που έφερνε τα δώρα στα παιδιά των δυτικών . Με δυσπιστία πήρε την κάρτα  και  ζήτησε από τον Αι Βασίλη να αναπαυθούν εν ειρήνη οι δικοί του κοντά στον Αλλάχ και να μην πνιγεί κανένας άλλος πρόσφυγας πλέον  στο Αιγαίο.
Σήμερα ο Μπουράκ είναι πλέον ενήλικας . Ζει με την οικογένειά του στη μακρινή Σουηδία. Δημιούργησε μια οργάνωση για την προστασία των προσφύγων. Μπορεί να έχασε τους γονείς του εκείνη την Πρωτοχρονιά , αλλά έγινε δυνατός και βοήθησε πολλούς άλλους που βρέθηκαν στην δική του κατάσταση.
Ο κυρ –Μανώλης δε ζει πλέον. Διατηρεί όμως σχέσεις με το γιο του και κάθε Πρωτοχρονιά ανταλλάσουν κάρτες αγάπης …




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου